- νοσηλεία
- ηη πράξη και το αποτέλεσμα του νοσηλεύω, περιποίηση αρρώστου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νοσηλεία — νοσηλείᾱ , νοσηλεία care of the sick fem nom/voc/acc dual νοσηλείᾱ , νοσηλεία care of the sick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλείᾳ — νοσηλείᾱͅ , νοσηλεία care of the sick fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλεία — η (Α νοσηλεία) [νοσηλεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νοσηλεύω, θεραπεία ασθενούς αρχ. 1. ασθένεια η οποία απαιτεί θεραπεία και φροντίδα 2. πύον που εκκρίνεται από ανοιχτή πληγή … Dictionary of Greek
νοσηλείας — νοσηλείᾱς , νοσηλεία care of the sick fem acc pl νοσηλείᾱς , νοσηλεία care of the sick fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλείαν — νοσηλείᾱν , νοσηλεία care of the sick fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλεῖαι — νοσηλεία care of the sick fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηλευτικός — ή, ό [νοσηλεύω] 1. αυτός που αναφέρεται στη νοσηλεία ή αυτός που είναι κατάλληλος για νοσηλεία («νοσηλευτικό ίδρυμα») 2. το θηλ. ως ουσ. η νοσηλευτική ιατρ. το επάγγελμα τού νοσηλευτή και τής νοσηλεύτριας, που έχει ως αντικείμενο την περίθαλψη… … Dictionary of Greek
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
ανοσήλευτος — η, ο (Α ἀνοσήλευτος, ον) αυτός που δεν νοσηλεύθηκε νεοελλ. (για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται νοσηλεία … Dictionary of Greek
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek